.
Γράφει ο Αθ. Στρίκος, εκπαιδευτικός, ταξίαρχος αστ. ε.α.
Με τον άνθρωπο, το φοβερό αυτό θεριό, απελπίστηκε, τρόμαξε κι ο Θεός και εξαφανίστηκε στο χάος. Διακόσια δισεκατομμύρια γαλαξίες υπολογίζεται ότι υπάρχουν στο σύμπαν. Έτσι ο Θεός είδε κι απόειδε και χάθηκε σ’ έναν απ’ αυτούς.
Τί έκανε το μυαλό του ανθρώπου! Τί δεν έκανε να λέτε και τί θα κάνει ακόμα με κείνο που τελευταία ʺπαίζει πολύʺ και ονομάστηκε τεχνητή νοημοσύνη. Σοφίστηκε την κακία ανάμικτη με την τραγωδία. Κυττάξτε την ιστορία. Βλέπουμε μόνο θηριωδίες και παρά ταύτα δήθεν κυνηγάμε το καλό το δίκαιο το σωστό. Δήθεν εκπολιτιζόμαστε. Κάνουμε ότι αγαπάμε κι αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από συμφέρον. Κι όταν δούμε τα δύσκολα φεύγουμε κι ο καθένας βλέπει μόνο το τομάρι του. Τουλάχιστον να το παραδεχόμαστε και να ντρεπόμαστε θα ήμαστε ίσως λίγο καλλίτεροι. Αλλά πού να το παραδεχτούμε.
Βαρέθηκα τις ψευτιές, τις αγάπες, τις φιλίες, τις υποκρισίες, τους έρωτες. Για να μην υπήρχε το λεγόμενο σεξουαλικό να βλέπαμε αν θα υπήρχε έρωτας, αγάπη. Κι όχι μόνο αυτά αλλά δεν μπορείς και να γλυτώσεις. Είναι μέσα στο αίμα του ανθρώπου να σέρνεται στα πάθη του, στους εγωισμούς, στις αδυναμίες του, τη βλακεία εν τέλει και την ηλιθιότητα. Και κάθεται και λογαριάζει πόσοι σφάξανε άλλους τόσους. Και όλοι μας αν αποκτήσουμε λίγη δύναμη γινόμαστε ίδιοι και απαράλλαχτοι από τα τέρατα που εξακολουθούν να λέγονται άνθρωποι. Ας είχα το κουράγιο, τη δύναμη, την τέχνη να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτά, να τον ξεγυμνώσω. Να κάνω να ντρέπεται που υπάρχει αυτό το σκατόπλασμα άνθρωπος. Αλλά και που θα τό ’γραφα θα άλλαζε τίποτα; Η μόνη λύση λοιπόν είναι να φύγουμε, να γλυτώσουμε πρώτα από τον εαυτό μας.
Έτσι, ακόμα και ο Θεός δεν μας μούντζωσε απλώς με χέρια και με πόδια τέτοιοι που είμαστε, αλλά τρόμαξε με το πλάσμα του, ένοιωσε αποτυχημένος, έβγαλε και πέταξε τα γαλόνια του κι έφυγε απελπισμένος γι’ άλλον γαλαξία και κανείς πια δεν ξέρει πού κρύβεται.
Ναι και οι θεοί απελπίζονται και τρομάζουν με τους ανθρώπους, για τους οποίους δεν υπάρχουν όρια και σημεία απαγορευμένα. Δεν υπάρχει εμπόδιο για τους ανθρώπους να μην υπερπηδηθεί, ακόμα και θεός να μην νικηθεί.
Δέστε στον Όμηρο, στην Ιλιάδα. Τρόμαξαν οι θεοί, η Αφροδίτη και ο Άρης με τον Διομήδη. Που έτρεχε στην πεδιάδα σαν πλημμυρισμένος χείμαρρος που καταστρέφει τα πάντα στο πέρασμά του. Κυνηγάει τον Απόλλωνα, τραυματίζει στο χέρι την Αφροδίτη, της μελανιάζει το όμορφο σώμα, εκείνη πονάει φρικτά και φεύγει σαν τρελή να πάει να παραπονεθεί στον πατέρα της το Δία.
Ακόμα και τον Άρη το θεό του πολέμου τραυμάτισε ο Διομήδης στην άκρη του λαγονιού που βόγγηξε και ξεφώνησε τόσο όσο δέκα χιλιάδες παλληκάρια όταν χτυπιούνται στη μάχη, λέει ο Όμηρος. Ως και ο άρχων ανθρώπων τε και θεών, ο Δίας, φώναξε τρομαγμένος:
Ποιός είν’ αυτός ο σκληρός και τολμηρός άνθρωπος που δεν φοβάται διόλου να τα βάζει, να κακομεταχειρίζεται και να βλάπτει τους αθάνατους θεούς;
Απίστευτη η μανία του ανθρώπου να ξεπερνά τα όρια. Κι αυτά δεν είναι παραμυθάκια για να περνά ευχάριστα η ώρα μας. Εμείς τα είπαμε έτσι για να δικαιολογούμε την κακία μας.
Με τρομάζει αυτό το πλάσμα ο άνθρωπος. Τρομάζω μην πέσω στα χέρια των ανθρώπων. Πολλώ μάλλον εδώ στον τόπο μας στα χέρια πολιτικών, δικαστών και δικηγόρων, το πιο βρώμικο και υποκριτικό κομμάτι από την δήθεν ανθρώπινη δικαιοσύνη, που καλλιεργεί και θεραπεύει τάχα την αλήθεια, ενώ είναι υπηρέτρια του ψεύδους. Που εδώ στην Ελλάδα τάφος της η αρνησιδικία (μη έκδοση απόφασης), η ύπνωση των νόμων για μερικούς εξουσιαστές πρωτίστως, οι οποίοι δεν λογοδοτούν ποτέ για τα ειδεχθή εγκλήματά τους (βουλευτές και υπουργοί ήτοι η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία που απολαύουν ασυλίας) και γενικά η ατιμωρησία κακοποιών πρώτο κίνητρο της δράσης τους που τα είπαμε πρόοδο.
[Κάποτε παραμονές εκλογών και μεγάλων γιορτών χαρίζαμε τα πρόστιμα των τροχαίων παραβάσεων επιστρέφοντας και τις αφαιρεθείσες πινακίδες. Σήμερα με νόμους ψηφισμένους από βουλευτές αποφυλακίζουμε κακούργους οξείας επικινδυνότητος, σκληρυμένους εγκληματίες ανθρωποκτόνους και ληστές για να συνεχίσουν την ποικιλώνυμη κακοποιό τους δράση με θύματα ανυπεράσπιστους γέροντες και άλλους, καθιστώντας υπερήφανους τους νομοθέτες.]
Όμως από την άλλη μεριά είναι δυνατόν από ανθρώπινο στόμα να βγαίνουν και ωραία πράγματα. Και τότε λες:
Ὡς χαρίεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ
(πόσο χαριτωμένο πλάσμα ο άνθρωπος, όταν είναι άνθρωπος. Μένανδρος). Φαίνεται δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι πλάσμα των δύο άκρων, και του καλού και του κακού.
Και ενώ το μυαλό ήταν έτοιμο να πάρει δρόμο προς το καλό, ξαφνικά απ’ το ραδιόφωνο του γείτονα ακούστηκε ένα παλιό τραγούδι του Ξαρχάκου με την Πόλυ Πάνου.
Στου λιμανιού το γκαλντερύμι όσοι δεν ζήσαν
να που δεν ξέρουν τί ’ναι πόνος και καημός.
Και μετά: πνιχτές ανάσες και βρισιές
βαμμένα χείλια παγωμένα στις γωνιές.
Είναι θάνατος αργός του πεζοδρόμιου ο νόμος ο σκληρός.
Πληρωμένες αγκαλιές, ιστορίες τραγικές γράφονται μες στις κρύες φτωχογειτονιές…, από την ταινία ʺκόκκινα φανάριαʺ. Και σκέφτηκα: φρικτό πραγματικά. Δεν υπάρχει πιο σκληρό ʺεπάγγελμαʺ από εκείνο της εκδιδόμενης γυναίκας. Θυμάμαι: ουρά στη Θεσσαλονίκη οι φαντάροι. Στα Χανιά οι στρατιώτες του πεδίου βολής, του 6ου στόλου. Να μπαίνει ο ένας να βγαίνει ο άλλος. Φρικτό πραγματικά.
Κανένα ζώο πάνω στη γη δεν πληρώνει για τίποτα. Ο άνθρωπος για όλα. Ακόμα και για τον έρωτα και το θάνατο. Είναι δυνατόν να εξαγοραστούν ο έρωτας, ο θάνατος; Και όμως ο άνθρωπος, το τρομερό αυτό πλάσμα, τά ’κανε κι αυτά να πληρώνονται. Και για τον θάνατο πυραμίδες, μαυσωλεία, κάστρα τυράννων -που τα φροντίζουμε και πληρώνουμε να τα δούμε και να θαυμάσουμε τα έργα εκείνων που ρήμαξαν τον κόσμο και τώρα στέκουν μαρμαρένια αγάλματα στις πλατείες- πολυτελείς τάφοι, κουστωδίες, λόγοι, μνημόσυνα, ό,τι τερατώδες, ενώ πεθαίνει φοβισμένος και τρομαγμένος μέσα στην αγωνία και τον πόνο. Και τώρα με την πυρκαγιά στο Μάτι έρχεται το κράτος να πληρώσει. Τί να πληρώσει; Τον θάνατο. Και υπουργός, νομικός ο ίδιος, να λέει: ʺΤο θάνατο τόσων ανθρώπων τον καταλαβαίνουμε, όμως την 21η Αυγούστου έχουμε γεγονός μέγα. Βγαίνουμε από τα μνημόνια και πρέπει να πανηγυρίζουμεʺ. (Γιατί θα βγούμε για δανεικά).
Ποτέ δεν κατάλαβα πως αντέχει ο άνθρωπος να του καεί το σπίτι, το παιδί, η γυναίκα κι από πάνω να ανέχεται την κυνικότητα, την αλαζονεία, τις εξυπνάδες των πολιτικών και να αντέχει να μην αυτοκτονεί… Να ντρέπεσαι να στεναχωρηθείς για τα δικά σου βάσανα. Τριήμερο πένθος σου λέει. Κωμωδίες. (Πριν λίγα χρόνια εδώ στην Ελλάδα, τη χώρα του φωτός, κηρύσσαμε τριήμερο πένθος και οι σημαίες μεσίστιες γιατί πέθαναν ο Μπρέσνιεφ, ο Αντρόπωφ, ο Τσερνιέγκο). Κι αυτός που του κάηκαν τα πάντα θα πάει στη δουλειά του, οι άλλοι θα κάνουν πως τον συμπονούν, όπως κάνουμε όλοι μας, ενώ κατά βάθος μένουμε αδιάφοροι.
Από την άλλη, τον έρωτα ο άνθρωπος, πώς τον έφτιασε; Πού τον πήγε! Κατά βάθος όλα τα πράγματα γύρω απ’ τον έρωτα, το ψυχικό, το συναισθηματικό κομμάτι κινούνται. Απ’ αυτό και την ιδιοκτησία. Και επειδή τα πάθη τούτα είναι ανίκητα, η λύση είναι να μην μπλέξεις καν. Και οι γυναίκες όλες να είναι πόρνες, εκτός απ’ την γυναίκα μας, τη μάννα μας, την αδερφή μας. Ιδιοκτησία…
Πυρ, γυνή και θάλασσα. Τα τρία απολέμητα κακά λένε. Καταστροφικά που δεν μπορείς να τα βάλεις μαζί τους. Είναι όμως και καλά. Και καλά το πυρ και η θάλασσα, όμως μαζί μ’ αυτά το μυαλό του ανθρώπου έβαλε και τη γυναίκα. Και όλη η ιστορία ανώμαλη προσγείωση. Πού είναι λοιπόν το μυαλό του ανθρώπου όταν εμπορεύεται τον έρωτα, τον θάνατο. Πώς με το πλάσμα αυτό, τον άνθρωπο να μην τρομάζει κι ο θεός;
Οι στίχοι του Σοφοκλή στο χορό στην Αντιγόνη το λένε τόσο καθαρά που καθαρότερα δεν γίνεται.
«Πολλὰ τὰ δεινά κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει»
(πολλά τα θεριά, απ’ τον άνθρωπο όμως χειρότερο θεριό κανένα). Και η λέξη που σηκώνει το μέγα βάρος είναι το ουδέν. Για να πει ο αρχαίος ουδέν, ουδέ εν, το είχε ψάξει πολύ το πράγμα και δεν το είπε τυχαία. Αυτό το ουδέν σκοτώνει. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο.
Για να ακολουθήσουν οι στίχοι όπου ο χορός θαυμάζει και επαινεί. Και οι στίχοι: ωστόσο το πέρα από κάθε ιδέα τετραπέρατο αυτό πλάσμα, πού πορεύεται, στο καλό ή στο κακό, κανείς δεν ξέρει.
Κι όμως σήμερα, αν ζούσε ο Σοφοκλής πιστεύω το τελευταίο δεν θα τό’ γραφε, γιατί ήδη ξέρουμε. Φαίνεται πια καθαρά πού πορεύεται το τετραπέρατο πλάσμα, με τους νόμους της διαστροφής και της ανωμαλίας και όλα τα αφύσικα που τα λέει πρόοδο. Φαίνεται καθαρά πού πορεύεται. Κατά Διαβόλου.
(χιμ)