Αθανασίου Παν. Στρίκου, εκπαιδευτικού, ταξίαρχου αστ. ε.α.
( Μνήμα= κάτι προς ανάμνηση προσώπου ή πράγματος.
Μιμνήσκω το ρήμα )
Πόσο γρήγορα ο άνθρωπος ξεχνά την τραγωδία του. Και μετά δυο τρεις ώρες όπως πριν. Χτες ήταν στην κηδεία ενός νέου ανθρώπου – τι νέου τι γέρου δεν έχει καμμία σημασία – που ο απέραντος θρήνος μετά δυο τρεις ώρες σα να μην υπήρξε ποτέ. Όλα ίδια και απαράλλαχτα όπως πριν.
Πού να είναι οι κοινοί τόποι των ανθρώπων, όπως λέμε γεωμετρικός τόπος; Διαφέρουμε βέβαια σαν άνθρωποι. Διαφέρουμε κι όταν χαιρόμαστε. Κι η χαρά είναι πιο εκδηλωτική. Έχει βαθμίδες. Ο κοινός τόπος όμως όλων των ανθρώπων είναι στη λύπη, τη θλίψη. Μεγάλη λέξη η θλίψη και ο τεθλιμμένος φοβερός παρακείμενος. Πώς έτυχε στη γλώσσα – γιατί έτυχε – κι έγινε αυτός ο αναδιπλασιασμός κι έδωσε αυτή τη μεγαλοπρέπεια! Μα αν πρέπει να δώκω μια απάντηση πώς έγινε, πιστεύω ότι έχει σχέση με τη μουσική της γλώσσας.
Gradi dolori sono muti.
Η θλίψη νομίζω είναι ένα κοινό πράγμα. Η πραγματική θλίψη. Κι αυτή είναι εσωτερική, σιγανή και μόνο με πικρό αθόρυβο κλάμα εκδηλώνεται. Οι μεγάλοι πόνοι είναι μουγγοί (βουβοί) λένε οι Λατίνοι (Σενέκας) gradi (μεγάλοι) dolori (πόνοι) sono (είναι) muti (βουβοί).
Κοινός τόπος λοιπόν η θλίψη σ ‘ όλους τους ανθρώπους. Κι είναι αυτό που μας ενώνει όλους. Και γι’ αυτό υπάρχουν οι πόνοι. Όλα τ’ άλλα μας χωρίζουν και μόνο ο πόνος μας δένει. Οι δέκα (10) λεπροί ήσαν μαζί γιατί τους ένωνε η δυστυχία. Και είναι ο πόνος αναγκαίος όσο και ο θάνατος. Και τόσο δυνατός ο θάνατος που μας μάζεψε όλους απ’ τα τέσσερα σημεία της Ελλάδος. Αλλιώτικα δεν υπήρχε περίπτωση να συναντηθούμε ποτέ.
Καλά βεβαίως και τ’ άλλα, μα άμα δεν ξέρεις το βάθος της αλήθειας δεν αξίζουν. Οι ρίζες του δέντρου δεν φαίνονται. Τροφοδοτούν όμως όλα τ’ άλλα κι αυτές το στηρίζουν. Πρέπει να βλέπουμε λοιπόν τις ρίζες κι ας μη φαίνονται. Να μην τις αγνοούμε. Να μη αγνοούμε τον πόνο. Γι ’αυτό άλλωστε η τραγωδία είναι πολύ πιο δυνατή από την κωμωδία.
"ΜΠΟΥΛΟYΤΣΟΥ"
Το νεκροταφείο στο χωριό μου Σέρβου
με τα μνήματα των πατριωτών.
Ο Ναός είναι των
Αγίων Θεοδώρων.
|
Έπρεπε να φέρνει δυστυχίες η ζωή. Για να φεύγει από τους επηρμένους -κι είναι πολλοί, οι περισσότεροι των ανθρώπων με πρώτους τους πολιτικούς- η μαγκιά, το νταηλίκι. (Οι πολιτικοί είναι υψηλού επιπέδου ηθοποιοί. Παρουσιάζονται με μια σοβαρότητα που κοντεύει πάντοτε να μας πείσει. Και τα λένε με στόμφο. Αν ήσαν ηθοποιοί οι πιο πολλοί θά ’περναν Όσκαρ.)
Αλλά τι καθόμαστε και λέμε, αφού όλα είναι στραβά φτιαγμένα. Και τούτο φαίνεται ότι είναι ο νόμος της ανισότητας, της κακίας. Άλλωστε το καλό από μόνο του, σ’ όποια μορφή δεν μπορεί να δημιουργηθεί. Το καλό υπερίπταται σαν ιδέα. Ως ενότητα υπάρχει μόνο το κακό. Κι αυτό τελικά επικρατεί. Η ιστορία με τον Βαραβά και το Χριστό γνωστή. «Σε ποιόν θέλετε να χαρίσω τη ζωή; Στον Βαραβά ή σ’ αυτόν εδώ;» Και το πλήθος, ο όχλος, οι πολλοί, η κοινή γνώμη, ό,τι τελικά επικρατεί: «Στον Βαραβά». «Κι αυτόν εδώ τι να τον κάνω;» «Αυτόν σταύρωσέ τον». Που καταδηλώνει ότι το κακό είναι που τελικά θριαμβεύει και επικρατεί. Όχι το καλό. Και το βλέπουμε παντού γύρω μας. Κι ο Καβάφης: ο εφιάλτης θα φανεί κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε. Που καταδηλώνει και τούτο ότι τελικά εκείνοι που περνούν είναι οι εφιάλτες και οι Μήδοι.
Γι’ αυτό και τόσο γρήγορα ξεχνάμε. Ο αρχικός θρήνος στην κηδεία του φίλου μετά δυο ώρες σα να μη συνέβη ποτέ. Κι όχι μόνον ο θρήνος. Ούτε η κηδεία, ούτε ο ίδιος ο φίλος. Ένα τίποτα. Και όμως ας επικρατεί το κακό τελικά. Εγώ σκεφτόμουν το Χριστό, τον Λεωνίδα. Εκείνους που νικήθηκαν κατά κράτος (και νικιώνται κάθε μέρα από τότε, και πριν και μετά.) Έβλεπα τα κεράκια που άναβαν οι προσευχόμενοι. Τι όμορφο πράγμα είναι το κεράκι! Εκείνος που το σκέφτηκε, το πρωτόφτιαξε -πότε άραγε, ποιος και γιατί, δεν θα το μάθουμε ποτέ- έκανε μια ωραία «εφεύρεση». Σίγουρα για ν’ ανακουφίσει την ψυχή του. Πάντως είναι κάτι άλλο όταν ανάψει το κεράκι. Το μικρό και καθαρό κερί της μέλισσας. Και ειδικά όταν το ανάβεις σ’ ένα εξωκκλησάκι στην ερημιά μόνος και φεγγοβολεί η εκκλησούλα, τότε μου φαίνεται κατεβαίνει κι ο Θεός, όπως λέει ο Δωδεκανήσιος ποιητής Φώτης Βαρέλης:
Τότε υπάρχει και Θεός και πίστη. Παλιά δεν άφηνα ξωκκλησάκι πάνω στα βουνά. Τα επισκεπτόμουν όλα. Κι ήταν τόσο ωραία. Τώρα όταν κι όσο μπορώ.
Κολυμπάμε όλοι μας μέσα στον ωκεανό του αγνώστου. Μέχρι να μας πάρει όλους στον πάτο αυτό το άγνωστο. Τ’ άλλα, τούτο το ξέρω, εκείνο γνωστό, την παντοδυναμία του ανθρώπου, την έπαρση, την αλαζονεία του, και χίλια άλλα δεν τα πιστεύω. Και δεν τ’ αντέχω όταν τ’ ακούω. Και το χειρότερο δεν πρόκειται να σώσω κανέναν ούτε να σωθώ από κανέναν. Θέλω όμως, όσο μπορώ, να προστατεύσω ό,τι βρήκαμε. Τον Λεωνίδα, το Χριστό. Το κεράκι όπως είπα παραπάνω. Όχι γι’ αυτά. Για μένα. Όλα όσα βρήκαμε, συνήθειες και έργα, να τα προστατεύσω όσο ζω. Σε μια γλώσσα που μου επιτρέπει να μιλάω με τους νεκρούς για να μη νιώθω μόνος κι ορφανός. Κι όταν βρίσκω κανένα βιβλίο με μοιρολόγια χάνομαι κυριολεκτικά σ’ αυτά. (Μοιρολόγια = λόγια της μοίρας -κανένας λαός δεν έχει την οξύνοια του Έλληνα). Και ποτέ δεν τα περιφρονώ. Αντίθετα αναθυμούμαι τις αγωνίες, τους φόβους των ανθρώπων.
Κι επειδή πολλές φορές δεν έχω με ποιον να μιλήσω μιλώ μ’ αυτά. Με τα δέντρα, με τα πουλιά, τον ουρανό και τ’ αστέρια. Τα ξωκκλησάκια, τα κεράκια, τις εικόνες. Εκείνους που ήρθαν, πέρασαν κι έφυγαν άφησαν όμως αυτά που εμείς βλέπουμε, έχουμε. Μιλώ με τα σπίτια. Ιδιαίτερα εκείνα τα παλιά, τα εγκαταλελειμμένα, το πατρικό σπίτι στο χωριό που τό ’φτιαξε ο παππούλης μου. Μιλώ γιατί θέλουν κι αυτά να ακούσουν, πρέπει να ακούσουν για να σταθούν όρθια. Μιλώ ακόμα με τα μνήματα. Άλλωστε γι’ αυτό τα είπαμε μνήματα. Της μνήμης πράγματα. Και μιλώ πολύ με τα μνήματα. Όσο για το αν υπάρχει απάντηση, το είπαμε: όχι. Όμως έτσι μου φαίνεται παίρνει νόημα η ζωή. Κι όσοι έχουν αυτιά ν’ ακούσουν ας ακούσουν, είπε το παλληκάρι ο Χριστός.
(χιμ)