.
Γ. Δ. Βέργος.
Σε μία κυριακάτικη εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής», υπήρχε προσφορά ενός παλιού βιβλίου, του περασμένου αιώνα, με συγγραφέα έναν εκπαιδευτικό, Θ. Αποστολόπουλο. Πρόκειται για το αναγνωστικό της Δ΄ τάξης των Δημοτικών Σχολείων της χώρας, το έτος 1902, με τίτλο «Ο ΕΛΛΗΝ ΠΟΛΙΤΗΣ».
Διάβασα το βιβλίο και βρήκα αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία εκείνης της εποχής, κυρίως σε θέματα οικονομικά και εκπαιδευτικά. Σκέφτηκα να γράψω κάποια από αυτά, επειδή θεωρώ πως θα ενδιαφέρουν και κάποιους επισκέπτες της ιστοσελίδας μας.
Ένας επι πλέον λόγος, που με παρακίνησε να κάνω αυτή την καταγραφή, είναι και το γεγονός πως στις αρχές του 20ου αιώνα, εκτός των άλλων, ξεκίνησε και ο «Μακεδονικός αγώνας», που στις μέρες μας το «Μακεδονικό ζήτημα» έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις.
Μάλιστα ένας συγχωριανός μας, ο λοχαγός Δημήτριος Θ. Τρουπής, που σκοτώθηκε το 1921 στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, είχε έντονη δραστηριότητα εκείνη την περίοδο στη Θράκη-Μακεδονία, ως δήθεν εκπαιδευτικός, με ψευδώνυμο Ν. Ζάγκας. Σε συνεργασία με τον μετέπειτα στρατηγό και πρωθυπουργό της χώρας Ν. Κονδύλη (ο οποίος εμφανιζόταν τότε ως εμπορικός αντιπρόσωπος στην περιοχή) και τον στρατιωτικό Κλείτο, του εκεί προξενείου (εμφανιζόταν και αυτός ως διδάσκαλος), πρόσφεραν και οι τρεις σε συνεργασία, σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα.
Ας επανέλθουμε όμως στα οικονομικά θέματα του 1900.
Πεντάλεπτο 1869 (πάνω)
Πεντάδραχμο 1876 (μέση)
Μία δραχμή 1879 (κάτω)
|
1) Νομίσματα που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο.
Νομίσματα του 1901.
Πάνω, πεντάδραχμα
|
Υπήρχαν πολλά νομίσματα στις αρχές του περασμένου αιώνα, τόσο μεταλλικά, όσο και χάρτινα, όπως υπάρχουν και σήμερα. Τα μεταλλικά ήσαν από νικέλιο, χαλκό, ασήμι και χρυσό.
Α) Νικέλινα ήταν τα πεντάλεπτα, δεκάλεπτα και εικοσάλεπτα.
Β) Χάλκινα ήταν τα μονόλεπτα, δίλεπτα, πεντάλεπτα (οβολός), και δεκάλεπτα (διόβολα).
Γ) Ασημένια ήταν τα εικοσάλεπτα, πενηντάλεπτα, το φράγκο, η αργυρή δραχμή (εκατό λεπτά), το δίφραγκο και το πεντάφραγκο (πεντακόσια λεπτά).
Δ) Χρυσά ήταν τα δεκάφραγκα και εικοσάφραγκα (συνήθη), τα πεντάφραγκα (σπάνια), τα πενηντάφραγκα πολύ σπάνια και ακόμη πιο σπάνια τα εκατόφραγκα.
Τα μεταλλικά νομίσματα είχαν σχήμα στρογγυλό και ονομάζονταν κέρματα (όπως και σήμερα). Ειδικά τα χάλκινα τα ονόμαζαν κερμάτια. Συνήθως κυκλοφορούσαν τα χάλκινα και τα νικέλινα. Τα χρυσά είχαν την ίδια αξία που είχε ο χρυσός ως μέταλλο. Τα αργυρά και τα χάλκινα είχαν μεγαλύτερη αξία από αυτή του μετάλλου και τα νικέλινα ακόμη μεγαλύτερη αξία.
Τα χάρτινα χαρτονομίσματα κυκλοφορούσαν σε μονόδραχμα, δίδραχμα, πεντάδραχμα, δεκάδραχμα, εικοσιπεντάδραχμα, εκατοντάδραχμα, πεντακοσιάδραχμα και χιλιάδραχμα. Τα χαρτονομίσματα ήταν ορθογώνια.
Μία δραχμή του 1832, με
τον βασιλέα Όθωνα.
|
Όλα σχεδόν τα νομίσματα, εκτός τον αριθμό της αξίας τους,
έφεραν και βασιλικά διακριτικά.
(Oι φωτογραφίες είναι από νομίσματα που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή,
αλλά και άλλες περιόδους).
Το πρώτο νόμισμα που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1828
λεγόταν ΦΟΙΝΙΞ (φωτογραφία).
2) Εισπραττόμενοι φόροι
Στις αρχές του 1900, το κράτος εισέπραττε από φόρους εκατόν είκοσι πέντε εκατομμύρια, ενενήντα πέντε χιλιάδες δραχμές (55.000.000 περίπου από έμμεσους φόρους και 70.000.000 από άμεσους). Ενδεικτικά αναφέροντα στο βιβλίο οι κύριες πηγές των φόρων.
Κέρματα 1954 |
1) Υπέρ του δημοσίου (κάποιος μορφής φόρος από χαρτόσημο, αίτηση κλπ) 4.000.000.
2) από τα αμπέλια 850.000.
3) Από τα σύκα 540.000.
4) από τις βοσκές (ή βοσκούς) 200.000.
5) από τα περιβόλια 40.000.
6) από το λάδι 2.700.000.
7) από τα άροτρα (αλέτρια με τα ζώα που χρησιμοποιούσαν) 2.200.000.
8) από τη υλοτομία 1.300.000.
9) από τις οικοδομές 4.350.000.
10) από τους επιτηδευματίες 3.000.000.
11) από το κρασί 50.000.
12) από οινόπνευμα και ζύθο (μπύρα) 550.000.
13) από το αλάτι 3.000.000.
14) από τα σπίρτα 1.900.000.
15) από το πετρέλαιο (φωτιστικό), 3.500.000.
16) από τον καπνό 10.000.000.
17) από το αντίτιμο τσιγαρόχαρτου 5.500.000.
18) από τα παιγνιόχαρτα (τράπουλες) 350.000.
19) από τα κληρονομικά τέλη 45.000.
20) από το χαρτόσημο 15.000.000.
21) από ταχυδρομικά τέλη 3.500.000.
22) από τα τηλεγραφεία 2.000.000.
23) από δικαστικά τέλη και πρόστιμα 1.000.000.
Αξίζει να αναφερθεί πως εκείνη την εποχή το κράτος βρισκόταν σε «μνημόνια», λόγω πτώχευσης (το γνωστό «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», του Χαρίλαου Τρικούπη). Γι΄ αυτό μας είχαν επιβάλει οι δανειστές «μονοπώλια» σε κάποια είδη (τσιγάρα, σπίρτα, αλάτι, τράπουλες, πετρέλαιο φωτιστικό κλπ), για να πληρωθεί το χρέος (τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα…).
Χαρτονομίσματα 1872, 1900 και 1915. |
Αν υποθέσουμε πως τα νούμερα είναι ακριβή, μπορούμε να κάνουμε μία αδρή σύγκριση, με τους σημερινούς φόρους. Το έτος 2018 το σύνολο των φόρων «χοντρικά» ήταν σαράντα τρία δισ. ευρώ (δέκα εννέα από άμεσους και είκοσι τέσσερα από έμμεσους φόρους). Φαίνεται πως η αναλογία άμεσων προς έμμεσους φόρους, είναι αντίστροφη στις δύο περιόδους (μάλλον πιο δίκαιο φαίνεται το σύστημα φορολόγησης εκείνη την εποχή, με άμεσους και έμμεσους φόρους!!).
(Το ευρώ καθιερώθηκε στη χώρα μας το 2000, με αναλογία 1 ευρώ=340 δραχμές).
Παρόλο που δεν είναι εύκολο να γίνει σύγκριση με τα σημερινά ευρώ (για πολλούς και διαφόρους λόγους), το ποσό των 125 δισ. δρχ. τότε, αντιστοιχεί σε 370 χιλ. ευρώ, σήμερα.
Ας σημειωθεί ακόμη, πως ο πληθυσμός της χώρας εκείνη την εποχή ήταν περί τα 2,5 εκατομμύρια κατοίκους και σήμερα ξεπερνά τα 10 και με τους μετανάστες πλησιάζει τα 11 εκατομμύρια. Όμως, το πλέον σημαντικό είναι ότι ο πληθυσμός της Ελλάδος μειώνεται με την πάροδο των ετών (γεννιούνται λιγότερα παιδιά από αυτούς που πεθαίνουν).
Αν αυτή η υπογεννητικότητα συνδυαστεί με το τεράστιο χρέος (356 δισεκ.-όσες σχεδόν οι …μέρες του χρόνου- στις 30.9.2018) και τη φυγή των νέων στο εξωτερικό (πάνω από 400.000 έχουν φύγει), το μέλλον για τις επόμενες γενιές αυτού του Τόπου, δεν φαίνεται ευοίωνο.
3) Βασιλικές χορηγίες
Ενδιαφέρουσα είναι και η πληροφορία που αναφέρεται στο βιβλίο, ότι η χορηγία που ελάμβανε ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α΄, ήταν ένα εκατομμύριο διακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές (1% περίπου του εθνικού εισοδήματος). Πλέον αυτού έπαιρνε και τριακόσιες χιλιάδες χρυσά φράγκα (προφανώς για να τα αποδώσει στους δανειστές), για την αποπληρωμή του πρώτου δανείου που είχε πάρει το Ελληνικό δημόσιο το 1830, από τις προστάτιδες δυνάμεις, (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία).
Επί πλέον ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ελάμβανε ετήσια χορηγία διακόσιες χιλιάδες δραχμές.
Ένας «μέσος» εργαζόμενος εκείνη την εποχή έπαιρνε τρεις ως πέντε δραχμές την ημέρα.
4) Τιμή σίτου.
Στο βιβλίο αναφέρεται ακόμη ότι η τιμή του σίτου εκείνη τη χρονιά είχε πέσει κάτω από 25 λεπτά η οκά (1280 γραμμάρια), λόγω μεγάλης προσφοράς. Κάποια άλλη χρονιά, που έγινε γνωστό ότι καταστράφηκε η παραγωγή από χαλάζι στη Θεσσαλία και στη Ρωσία, η τιμή του ξεπέρασε τα σαράντα λεπτά η οκά. Μια μέση τιμή δηλαδή, ήταν περί τα 30 λεπτά. Αν υποτεθεί πως για ένα κιλό ψωμί χρειάζονται περίπου 2 κιλά σιτάρι, προκύπτει πως το κιλό το ψωμί κόστιζε περίπου 60 λεπτά.
Αν υπολογίσουμε «χοντρικά» ένα μέσο μεροκάματο της εποχής 5 δραχμές, φαίνεται πως μπορούσε ένας μεροκαματιάρης να αγοράσει περί τα 8 κιλά ψωμί. Σήμερα, με ένα μέσο μεροκάματο (30 περίπου ευρώ), μπορεί κανείς να αγοράσει περί τα 30 κιλά ψωμί. Με άλλα λόγια, το ψωμί (βασικό συστατικό της καθημερινής διατροφής) ήταν πολύ ακριβό εκείνη την εποχή!
5) Η εκπαίδευση των ελληνόπουλων στις αρχές του 20ου αιώνα.
Σχετικά με το εκπαιδευτικό σύστημα, ο συγγραφέας του βιβλίου αναφέρει ότι σε όλη τη χώρα υπήρχαν 1220 δημοτικά σχολεία αρρένων, 620 θηλέων και 1570 γραμματοσχολεία (;).
Φοιτούσαν σε όλα αυτά 160.000 μαθητές και 67.000 μαθήτριες. Δίδασκαν 2060 Δημοδιδάσκαλοι, 920 Δημοδιδασκάλισσες και 1.360 Υποδιδάσκαλοι. Υπήρχαν επίσης 345 Ελληνικά Σχολεία (στα οποία φοιτούσαν 20.000 μαθητές) και 39 Γυμνάσια (στα οποία φοιτούσαν 5.300 μαθητές).
Υπήρχε ακόμη ένα Πανεπιστήμιο, στο οποίο φοιτούσαν 2.567 φοιτητές, από τους οποίους 349 στη φιλοσοφία (φιλολογία και φυσικομαθηματική), 82 στη Θεολογία, 1.412 στη Νομική, 619 στην Ιατρική και 105 στη Φαρμακευτική.
Τέλος υπήρχε ένα Διδασκαλείο αρρένων (στο οποίο φοιτούσαν οι Δημοδιδάσκαλοι), πέντε Διδασκαλεία θηλέων (φοιτούσαν οι Δημοδιδασκάλισσες) και ένα Υποδιδασκαλείο (φοιτούσαν μόνο είκοσι Υποδιδάσκαλοι).
Προφανώς δεν υπάρχει σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα στην Ελλάδα, αφού όλα σχεδόν τα παιδιά τελειώνουν τη βασική εκπαίδευση και το μέγιστο ποσοστό αυτών συνεχίζει πανεπιστημιακές σπουδές. Επίσης ας μη διαφύγει της προσοχής μας, πως σήμερα έχει επέλθει σχεδόν εξίσωση των δύο φύλλων στην εκπαίδευση, ενώ τότε η αναλογία ήταν 5 αγόρια προς 2 κορίτσια!
(XIM)