Αγνώ, 20-9-17.
Τί ωραίος, ο νέος που χάθηκε,
Στου απομεσήμερου τις ηλιαχτίδες,
Τί καλός, απρόσμενος,
Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε,
Φιλημένος από τη λάμψη του φωτός.
Ήρεμοι κάμποι, αδιάσπαστοι, γύρω εκεί,
Σαν να άνοιγαν τις αγκάλες τους,
καρτερικά προσμένοντας, οι νεκροί.
Θαρρετός ο νέος, μίσεψε,
Πού, τόσο σκοτεινός,
Γέρνει τώρα πάνω ο ουρανός,
Το σύννεφο γνέφει σκυθρωπό.
Η σκέψη του, ξάστερος ουρανός,
Η ματιά του, ήλιος λαμπερός,
Πώς, κάθε εποχή, το αιωνόβιο δεντρί,
τον ανθό, σφιχτά από τον άνεμο,
και με χαρά, για χάρη του, κρατεί.
Κόντρα στη φύση, την αέναη,
Πώς, να δεχτεί η μάνα γη,
Σκληρή και αδυσώπητη τη νέμεση.
(ΧΙΜ) . . .