«Δραστήριος, εργατικότατος, τίμιος, ανιδιοτελής.»
Αυτά τα 'γραψε στο «φύλλο πορείας» του ο διοικητής της Μεραρχίας Κ. Ματσούκας και ο διοικητής του λόχου Ηλίας Σκουτάρας στις 26-2-1945. Ήταν απλός στρατιώτης, οπλοπολυβολητής από τους λίγους, με παράσημο. Έκανε και το μάγειρα. Δεν ήξερε το πίσω. Από τα βουνά της Αλβανίας στα βουνά της Γορτυνίας, του Μοριά και της Ρούμελης. Ονειρευότανε ελεύτερη την Ελλάδα και ειρηνική. Με ιδρωμένους τίμιους και προκομμένους ζευγολάτες, ψαράδες και τσοπάνηδες.
Ήρθε η ώρα και έκανε το χρέος του παράδωσε τ' όπλο του το τιμημένο. Γύρισε στο καλύβι τους στη Μπριτσιά. Στο χωριό σπάνια ερχότανε. Στο καφενείο ή στα μαγαζιά να χαζοπίνει και να χαραμίζει τον καιρό του δεν τον θυμάμαι ποτέ. Λόγο κακό δεν τον άκουσα να ξεστομίσει για κανένανε. Από το στόμα του κανένα του κατόρθωμα και καμιά του παλικαριά δεν άκουσα ποτέ. Πετρίτης του βουνού και ξεφτέρι. Ανάλαφρος, μικρόσωμος και ψυχωμένος. Όλος νεύρο, κρίση ορθή, λεβέντικη και ψυχή καθάρια κι αμόλυντη σαν το νερό της Κοκκινόβρυσης.
Με χίλια παρακάλια μου έδωσε ν' αντιγράψω το «φύλλο πορείας» του. Κι αν ήξερε πως θα το έβαζα στο περιοδικό, δεν θα μου το εμπιστευότανε ποτέ. Τον παρακάλεσα να γράψει όσα είδε κι άκουσε κι έπραξε κατά τον καιρό της αντίστασης. Χαμογέλασε πικρά. Γιατί γελάς; Τον ρώτησα.
«Για ποιόν να τα γράψω;» με αντιρωτάει.
«Για να τα μάθει ο κόσμος», του είπα με επιμονή να τον πείσω.
«Ότι έκανα το έκανα για κείνους που δεν ξέρουν γράμματα... και δεν μαζεύουν γνώμες από τα βιβλία. Η πατρίδα και τα βουνά της που πρέπει να τα ξέρουν, τα ξέρουν. Τ' άλλα ούλα τα πολλά είναι... πονηρά... κι άχρηστα.»
Με ρώτησε αν θέλω κι άλλη πορτοκαλάδα, καθώς καθόμαστε κείνο το Αυγουστιάτικο απόγεμα του 1986 στη σάλα του σπιτικού του. Δέχτηκα μισό ποτήρι ακόμη, μόνο για να κρατήσω λίγο την κουβέντα. Ρώτησα πολλά. Για άλλους μου μίλησε. Πιο πολύ για τον Άρη Βελουχιώτη που θαύμαζε. Γι' άλλους συναγωνιστές του από Λαγκάδια, από Κερπινή, από Τρόπαια, από Βαλτεσινίκο... από Ζάτουνα... για τον εαυτό του ούτε λέξη. Κι όπως τα λέγαμε... σηκώθηκε κάπως δισταχτικά. Έφτασε στη μέση της σάλας... πάλι κοντοστάθηκε. Τελικά προχώρησε στο χειμωνιάτικο και γύρισε αμέσως, μ' έναν αλέκιαστο φάκελο εγγράφων. Τον άνοιξε, με κάποιο δισταγμό.
«Εδώ έχω κάτι σημειωμένο. Όταν είναι καιρός, θα τον παραδώσω μόνο σ' εσένα και συ ξέρεις... Όχι τώρα... Εσύ ξέρεις...»
Με υποχρέωσε να μείνω ως εκεί και να μην αξιώσω τίποτ' άλλο. Αυτή η εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο μου με καθήλωσε και η επιμονή μου μεταμορφώθηκε μέσα μου σε ωκεανό σεβασμού και δέους.
«Και να μην ερχόσουνα... σε σένα θα τ' άφηνα... εσύ ξέρεις...».
Μου συμπλήρωσε και ξαναπήγε το φάκελλο στη θέση του. Υπολογίζω να είναι γύρο στις εκατό σελίδες αναφοράς πυκνογραμμένες. Έχει και μερικές φωτογραφίες. Όταν κάποτε τις λάβω... «εγώ ξέρω» τι θα τις κάνω. Τον ρώτησα αν αντάμωσαν σε καμιά μάχη με το Χρήστο. Μου είπε πως ο Χρήστος ήτανε στην ΟΠΛΑ και δεν τον συνάντησε πουθενά. Ο Χρήστος ήταν άνθρωπος που του φεύγανε λόγια. Ένα έκανε, δέκα έλεγε πως έκανε. Φορτωνότανε με φόνους που δεν είχε κάνει και ήρθε καιρός και πλήρωσε την ασύφταστη καυχησιάρα γλώσσα του. Λόγο κατηγόριας δεν μου είπε για το Χρήστο. Μήτε και μου τον παίνεψε.
Κατεβήκαμε στο δρόμο. Του οπλοπολυβόλου τα αέρια του χάλασαν την ακοή. Μόνο σ' εμένα είπε την αίτια της κακής ακοής του. Δεν ήταν βολετό να συνεχίσουμε τη συζήτηση στο δρόμο. Φτάσαμε στην Κατω-κλησιά. Μου άνοιξε και κατέγραψα όλα τ' αφιερώματα και τα ονόματα των δωρητών για το περιοδικό... Είναι από χρόνια πολλά εκκλησιαστικός επίτροπος κι αντιστέκεται στους πρόστυχους νεωτερισμούς. Συνέχισα και την άλλη ημέρα... Μα έπρεπε να μάθω για το κεραμιδοκάμινο στο Διάσελο. Έπρεπε... να ξέρω τι έγινε σε κείνο το καμίνι. Μου το είχε υποσχεθεί κάποτε στο μύλο μας, όταν είχε έρθει από τη Μπριτσιά ν' αλέσει... Έμαθα όμως κι από την Αντωνιά κι απ' τον Πανάγο της Νικολέτας που ήσαν μαζί.
Μετά το σαρανταπέντε, όταν γυρίσανε και οι δύο από το βουνό στα καλύβια τους στη Μπριτσιά, αποφασίσανε να φτιάσουνε κεραμιδοκάμινο στο Διάσελο για να οικονομηθούνε και να περάσει ο κακός καιρός της μαυρίλας και της αναδουλιάς. Εκεί, κάποια ημέρα παρουσιάστηκαν μερικοί μπράβοι αρματωμένοι και τους δέσανε τάχα πως θα τους πήγαιναν γι' ανάκριση στου Παλούμπα. Και σαν τους δέσανε πολύ καλά τους σαπίσανε στο ξύλο και τους ρίξανε μισοπεθαμένους στο χαντάκι. Δεν έβγαλαν μιλιά. Το θεώρησαν λιποψυχία. Προσβολή. Αργησαν να γυρίσουν για βράδυ στο καλύβι και βγήκαν οι δικοί τους να ιδούν τι έγιναν. Τους βρήκαν με τα φανάρια... τα μεσάνυχτα, δεμένους χεροπόδαρα στο χαντάκι. Τους σήκωσαν στα λιοπάνια και τους πήγαν στα καλύβια. Είχαν κάπως συνέλθει. Τα αίματα είχαν καταλερώσει τα μπαλωμένα πουκάμισα. Έπεσε απάνω του η μάνα του η κυρα-Κατερίνα και τον έγδυσε. Το σώμα του ήταν γεμάτο κατάμαυρες ραβδισιές.
«Τι είναι τούτα, παιδάκι μου, Πάνο μου;» Τον ρώτησε καταπικραμένη.
«Τα παράσημα, μάνα. Μου τα έστειλε ο βασιλιάς, γιατί πολέμησα τους Γερμανούς κι ήρθε και βρήκε ελεύθερη την πατρίδα κι έτοιμον τον θρόνο του να θρονιαστεί...»
είπε κι έδωσε εντολή να στουμπίσουν κρεμμύδια στη σκάφη για να κάνει τα γιατροσόφια του. Με τα πολλά στουμπισμένα κρεμμύδια αφαίρεσε ο Πάνος όλα τα παράσημα. Έζησε. Τον γνώρισα κι εγώ καλά και περιμένω να τον γνωρίσω ακόμη καλύτερα, όταν, με το καλό, μου προσφέρει τα γραφτά του, για να κάνω εκείνα που «ξέρω».