- Ηλιε μου κοσμογυριστή, βιγλάτορα τον κόσμου,
πε μου, που παν τα δάκρυα τη γη που χαρακώνουν;
- Όπου θωρείς κληματαριά το δάκρυ του πατέρα.
Κι όπου δεντρί βαθύριζο της μάνας το χαράκι.
Της αδερφής και τ' αδερφού κρουστή περικοκλάδα.
Ψηλό Κυπαρισσόδεντρο παλλικαριού 'ναι δάκρυ.
Της κοπελιάς γλυκομηλιά σε κήπο φορτωμένη.
Κρινάνθι, μυγδαλιάς ανθός, κυκλάμινο, βιολέτα,
μικρού παιδιού τα δάκρυα, που το κακοκάρδισαν.
- Και του Προδότη, του Φονιά, ήλιε μου, που ακουμπάνε;
- Πικρή αψηφιά είναι του Φονιά σε ξωκλησιού πορτάκι.
Για του Προδότη μη ρωτάς. Άν δάκρυσε ποτέ του
έκρυψε η γη τη χαρακιά μ’ αγκαθωτό λιθάρι!
- Μου λες, Χρυσοπατέρα μου, για της χαράς τα γέλια;
- Στέριο γιοφύρι και γιαπί, μακρόσυρτο τραγούδι
και κομπολόι ασίκικο το γέλιο τού πατέρα.
Της μάνας, τριαντάφυλλα στου βελονιού την άκρη,
καταμεσής στη χειμωνιά σε γιορτινό τραπέζι.
Των αδερφιών, πολύχρωμα κεντίδια στην κασέλα.
Του νιού, χελιδονοφωλιές - ημέρωμα των κάστρων.
Θαλασσοπούλια στον αφρό του πέλαγου, της κόρης.
Στο δρόμο σου αν βρεθεί πηγή και δεν διψάς, μη φύγεις
αν το νερό της δε γευτείς. Γέλιο παιδιού κερνάει.
- Και τον Προδότη, ήλιε μου, και του Φονιά τα γέλια;
- Κομμάτι ουρανοδόξαρου, και του Σταυρού λουλούδια
θα βρεις το γέλιο του Φονιά σε Φυλαχτό κρυμμένα.
Για τον Προδότη μη ρωτάς. Άν γέλασε ποτέ του,
όπου το γέλιο ακούμπησε, η φωλιά της φιδομάνας.
(ΧΔ)