Γ. Δόγα

ΑΡΤΟΖΉΝΟς απο Λαγκάδια
                 Θέα Αρτοζήνου από Λαγκάδια

Αναδημοσίευση από την Ηχώ των Λαγκαδίων

Ο Αρτοζήνος είναι η πιο αψηλή βουνοκορφή της οροσειράς απέναντι απ’ το χωριό μου. Ένα βουνό με λίγα χαμόκλαρα, με πολλά λιθάρια και γκρέμια. Με λίγους κατσικόδρομους, που μόνο οι τσοπάνοι τους διαβαίνανε ακολουθώντας τα ζωντανά τους.

Ο Αρτοζήνος είναι φάτσα στο χωριό κι όλη την ημέρα στα παιδικά μας χρόνια τον αγναντεύαμε με θαυμασμό και δέος, απρόσιτο κι αγέρωχο, περήφανο για την αψηλωσιά του, που η παιδική μας φαντασία του ‘δινε Ολύμπιες διαστάσεις. Δεν είχαμε δει και δεν είχαμε γνωρίσει στα παιδιάτικά μας χρόνια αψηλότερο βουνό και πιστεύαμε, θέλαμε να πιστεύουμε, πως ο Αρτοζήνος είναι το πιο αψηλό, το πιο ‘μορφο βουνό της γης ... Έτσι τον έβλεπα κι εγώ, σαν τ’ αλλα Λαγκαδινόπουλα, στα παιδικά μου χρόνια τον Αρτοζήνο.

Θυμάμαι στο Δημοτικό Σχολειό σαν κάναμε διάλειμμα στην ταράτσα, ο Αρτοζήνος ζύγωνε κι άπλωνα το χέρι μου να τον αγγίξω. Μα κείνος ήτανε μακρυά. Ορθωνότανε από πάνω μου σαν γίγαντας της μυθολογίας, επιβλητικός και μεγαλόπρεπος, απόκοσμος κι αινιγματικός. Δεν ήτανε δα μπορετό για μας τα παιδόπουλα τότες να σκαρφαλώσουμε πάνω στις κακοτοπιές και τα κακοτράχαλα του. Τα γκρέμια και τ’ ανηφόρια κρατάγανε τον Αρτοζήνο μακρυά από εμάς κι ας ήτανε δυο δρασκελιές απ’ την δημοσιά. Έτσι τυλιγότανε με μυστήριο κι αποκοσμιά κι ήτανε για μας τότες τ’ όνειρο τ’ άπιαστο κι η χίμαιρα. Τ άγνωστο που έτρεφε και γοήτευε, την παιδιάτικη φαντασία μας κι έσμιγε με τον θρύλο και τα παραμύθια. Δεν ξέρω, μα θυμάμαι που το ‘νοιωθα και το πίστευα. Και να μπόραγα, και να με βοηθάγανε να σκαρφαλώσω στην κορυφή του, δεν θα το ‘κανα, γιατί ήθελα ο Αρτοζήνος να μένει στην φαντασία μου και στα παιδικά μου όνειρα, που τ’ άγγιζε τη νύχτα, απρόσιτος, αινιγματικός και απάτητος.

Έτσι όπως μένει πάντα στην φαντασία μου, ύστερα από τόσα χρόνια ...

.

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.