Πώς σε θωρεί η μάνα, από την πρώτη στιγμή,
πώς έλαμψε η ματιά σου.
Έκλαψες δάκρυα τρυφερά,
καλώντας την κοντά σου.
Δεν σε θωρεί σαν σκέψη αλλοτινή,
βαθιά στα έγκατα του νου.
Εσύ, της τραγουδάς τα πικρά γλυκά,
μικρό λουλούδι του Μαγιού.
Σ’ ακολουθεί, το δρόμο άνοιξες,
απλώνοντας το χέρι.
Εσύ, παντοτινά την ανάδυσες,
από της ερημιάς, της μοίρας το καρτέρι.
Κρατάς της μάνας την ευχή,
ανοίγεις φτερά μακριά της.
Ακούραστη υφάντρα, υφαίνει ευχές,
κι ανθεί ολάνθιστη η καρδιά της.
Με σιωπηλή συγκίνηση, καρτερώντας,
γέρνει η σκέψη της κοντά σου.
Αγνώ, 5.10.2017
(ΕΚΜ)