· Πηγή: facebook Γεωργίου Πραχαλιά
Η αφήγησή μας ξεκινά από τα Επτάνησα το Σεπτέμβριο του 1820. Πριν επιστρέψει ο Κολοκοτρώνης στο Μοριά για την έναρξη της Επανάστασης, επισκέπτεται τον Καποδίστρια στην Κέρκυρα και εκεί καθορίζεται το τελικό σχέδιο: Ο Καποδίστριας θα κερδίσει διπλωματικό χρόνο για την επανάσταση, ο Υψηλάντης στη Μολδοβλαχία θα αναγκάσει τους Τούρκους να παραμείνουν στην περιοχή από το φόβο της εμπλοκής των Ρώσων, ενώ οι καπεταναίοι του Μοριά και της Ρούμελης θα δημιουργήσουν στρατιωτικά τετελεσμένα στη Νότια Ελλάδα.
Για το Μοριά ο Κολοκοτρώνης έχει έτοιμο το σχέδιο. Θα μεταφέρει τον ένοπλο αγώνα στο Μαίναλο, θα οργανώσει στράτευμα και θα κλείσει τους Τούρκους στα κάστρα της Πελοποννήσου. Έτσι θα μπορέσει να οργανώσει ανενόχλητος την ύπαιθρο. Στη συνέχεια θα χτυπήσει την Τριπολιτσά που ήταν το κέντρο, και τότε όλα τα υπόλοιπα κάστρα (το Ναύπλιο, ο Ακροκόρινθος, η Πάτρα κ.τ.λ) θα πέσουν πιο εύκολα.
Το σχέδιο προβλέπει ότι η κύρια δύναμη κάθε επαρχίας του Μοριά θα πολιορκήσει τους Τούρκους στα κατά τόπους κάστρα, ενώ θα στείλει το υπόλοιπο τμήμα της στα στρατόπεδα του ανατολικού και δυτικού Μαινάλου προκειμένου, μαζί με τα στρατόπεδα του Βαλτετσίου και των Βερβαίνων, να δημιουργήσουν κλοιό γύρω από την Τριπολιτσά. Όταν τα στρατόπεδα αυτά δυναμώσουν, θα προχωρήσουν προς την Τριπολιτσά για να την πολιορκήσουν και να την καταλάβουν, εφαρμόζοντας τη μέθοδο του λαγού και του φιδιού, δηλαδή μετακίνηση στρατευμάτων από τα ψηλά στα χαμηλά.
Στο ανατολικό Μαίναλο συστήνεται στρατόπεδο στο Λεβίδι από ντόπιους Καπεταναίους με επικεφαλής τον Αλέξιο Λεβιδιώτη, από καπεταναίους της Τριπολιτσάς, των Καλαβρύτων, της Στρέζοβας, του Φίλια, και του Δάρα. Το σώμα όλων αυτών είναι περί τα τριακόσια ντουφέκια.
Σύμφωνα με το γενικότερο σχέδιο, το στρατόπεδο Λεβιδίου προβλέπεται να ενισχυθεί από την επαρχία Καλαβρύτων. Έτσι, το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας συμμετέχει στην πολιορκία των Πατρών και στον αποκλεισμό του Λάλα και της Γαστούνης, ενώ το υπόλοιπο τμήμα κατευθύνεται προς Κόρινθο για να βοηθήσει στην πολιορκία του Ακροκορίνθου. Εκεί αφήνουν επικεφαλής της πολιορκίας τον Αναγνώστη Πετιμεζά με σημαντική δύναμη και αναχωρούν το Μεγάλο Σάββατο. Φθάνουν στο Καλιάνι, Ψάρι και Λαύκα, κάνουν Λαμπρή και τη Δευτέρα του Πάσχα αναχωρούν για την Κανδύλα. Εκεί ενώνεται μαζί τους το ένοπλο σώμα που είχε συγκεντρώσει ο ηγούμενος της Μονής Καλλίνικος και όλοι μαζί κινούνται για το Λεβίδι, όπου φτάνουν στις 12 Απριλίου.
Ενώ όμως το σχέδιο υλοποιείται κατά γράμμα στο ανατολικό Μαίναλο, τα πράγματα αρχίζουν να μην εξελίσσονται καλά στο δυτικό Μαίναλο. Στις 4 Απριλίου ο Κολοκοτρώνης στήνει στρατόπεδο στην Πιάνα και ο Κανέλλος Δελληγιάνης στην Αλωνίσταινα, αλλά στις 6 Απριλίου ανήμερα Μεγάλη Τετάρτη, ισχυρή τουρκική δύναμη βγαίνει από την Τριπολιτσά, διαλύει τα δύο στρατόπεδα και καίει συθέμελα την Αλωνίσταινα. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Τούρκων συνεχίζονται στον Κάμπο της Τριπολιτσάς, όπου ανήμερα το Πάσχα χτυπούν τις Κερασιές και τις παραδίδουν στη φωτιά.
Οι Τούρκοι, κομπάζοντας μετά τις επιτυχίες στην Πιάνα, την Αλωνίσταινα, και τις Κερασιές, ξεκινούν τις νυχτερινές ώρες της Τετάρτης της Διακαινησίμου 13 Απριλίου με δύναμη περίπου 4.500 πεζούς και 1.500 ιππείς για να χτυπήσουν το Λεβίδι. Μετά από πορεία 1 ½ ώρας το ιππικό χωρίζεται από το πεζικό με σκοπό να εισβάλλουν στο Λεβίδι από δυο μεριές. Το ξημέρωμα της Πέμπτης 14 Απριλίου το Τουρκικό πεζικό φθάνει στου Κάψια. Το φυλάκιο που είχαν οι Έλληνες πάνω στο Βουνό Μαύρη Λάκκα, μόλις είδε τους Τούρκους τουφέκισε στον αέρα ειδοποιώντας ότι καταφθάνει Τουρκική δύναμη. Οι ευρισκόμενοι στο Λεβίδι έχουν χρόνο να ετοιμαστούν. Στέλνουν αγγελιοφόρους στη Βυτίνα, την Αλωνίσταινα, το Κακούρι και τα γύρω χωριά να ειδοποιήσουν να έλθουν ενισχύσεις και καταστρώνουν το σχέδιο αμύνης της τοποθεσίας. Νομίζοντας όμως ότι φθάνουν μόνο Τούρκοι πεζοί και όχι ότι έρχονται και ιππείς από τον κάμπο, αποφασίζουν να βγουν έξω από το χωριό, να φτιάξουν ταμπούρια στη μεσημβρινοδυτική είσοδο του χωριού και να τους αποκρούσουν εκεί μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις. Σε περίπτωση που καμφθεί η άμυνα στα ταμπούρια, να συμπτυχθούν στο χωριό και να οχυρωθούν στα σπίτια, προς συνέχιση της αντίστασης.
Μόλις οι Τούρκοι πλησιάζουν σε απόσταση βολής και ανταλλάσσονται οι πρώτοι πυροβολισμοί, ακούγονται φωνές ότι έρχονται Τούρκοι καβαλλαραίοι από τον κάμπο που θα τους χτυπήσουν από τα νώτα. Οι Έλληνες της μεσημβρινής πλευράς αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν να κυκλωθούν και τρέπονται σε φυγή. Έτσι οι Τούρκοι μπαίνουν στο Λεβίδι και οι αγωνιστές υποχρεώνονται να καταλάβουν ορισμένα σπίτια για να αμυνθούν απ’ εκεί. Οι αμυνόμενοι μέσα στο Λεβίδι υπολογίζονται σε 50-70 άνδρες ενώ οι υπόλοιποι πιάνουν το βουνό και υψηλότερα το δάσος και μένουν εκεί αποκομμένοι. Επίσης, μερικοί άλλοι δεν προλαβαίνουν να κλεισθούν σε κανένα σπίτι και κατευθύνονται έξω από το χωριό, χωρίς να μπορούν να βοηθήσουν στην πρώτη φάση της μάχης.
Μπαίνοντας στο Λεβίδι οι Τούρκοι, οι αιώνιοι άνανδροι, βρίσκουν στην εκκλησία του Προδρόμου τη γριά Γιαννού Παρασκευά την οποία αφού βασανίζουν απάνθρωπα, της βγάζουν τη γλώσσα πίσω από τον αυχένα και την αφήνουν να πεθάνει από αιμορραγία, ενώ το γέρο Ασημάκη που τρέχει να κλειστεί σε ένα από τα σπίτια τον κατακρεουργούν.
Η μάχη διεξάγεται σε δύο πολύωρες φάσεις. Το μέγα βάρος σηκώνουν οι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια στο Λεβίδι, που επιδεικνύουν απίστευτη γενναιότητα. Ο αγώνας είναι επικός. Οι σκηνές που περιγράφει με μεγάλη παραστατικότητα ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του είναι συγκλονιστικές. Οι ανταλλαγές πυρών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ανάμεσα στα σπίτια είναι λυσσώδεις, αλλά οι Τούρκοι δεν κατορθώνουν να λυγίσουν την άμυνα των λίγων Ελλήνων. Ανάβουν φωτιές για να αναγκάσουν τους αμυνόμενους σε παράδοση, αλλά εκείνοι βγαίνουν από τα φλεγόμενα σπίτια και μπαίνουν σε άλλα για να συνεχίσουν τον αγώνα. Σε κάποια στιγμή οι Τούρκοι καταλαμβάνουν ένα από τα σπίτια που κρατούσαν οι Έλληνες και στήνουν τη σημαία τους. Οι Έλληνες καταφεύγουν στο διπλανό σπίτι, χτυπούν και κόβουν το ξύλο της Τουρκικής σημαίας η οποία πέφτει κάτω και συγχρόνως σκοτώνουν τον σημαιοφόρο. Οι Τούρκοι το λαμβάνουν ως κακό οιωνό και αφήνουν τη σημαία τους κάτω. Ο αγώνας είναι τόσο σφοδρός και αμφίρροπος που ο Φωτάκος λέει χαρακτηριστικά «ο τόπος ήταν σκοτεινός από τον καπνόν της μπαρούτης και των καιομένων ξύλων των οικιών και δεν εγνώριζεν ο ένας τον άλλον διότι ανακατώθησαν Τούρκοι και Έλληνες».
Το κέντρο αντίστασης των Ελλήνων το οποίο προκαλεί τις μεγαλύτερες απώλειες στους Τούρκους, είναι το Αργυραίικο σπίτι του Πανάγου όπου έχει κλειστεί ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας με άλλους Έλληνες. Το σπίτι αυτό είναι μεμονωμένο και έχει ανοικτό πεδίο βολής, αλλά κυκλώνεται από τους Τούρκους. Ο Στριφτόμπολας δεν πτοείται. Ανοίγει παντού πολεμότρυπες στο σπίτι και βάζει τους συντρόφους του να πολεμούν, ενώ αυτός τους ενθαρρύνει συνεχώς. Σε κάποια στιγμή, κάθεται για λίγο στο μέσο του σπιτιού για να πάρει μερικές ανάσες και δίνει τη φροντίδα της μάχης στο Γέρο Κατριμουστάκη. Ενώ κάθεται εκεί, ένα βόλι μπαίνει από την πολεμίστρα, τον παίρνει στο λαιμό και αμέσως πέφτει νεκρός. Ο Γέρο Κατριμουστάκης, παλιός και έμπειρος κλέφτης, αντιλαμβάνεται αμέσως τον κίνδυνο να δειλιάσουν οι μαχόμενοι Έλληνες, πάει αμέσως δίπλα στο νεκρό Στριφτόμπολα και τον σκεπάζει με την κάπα του, λέγοντας στα παλληκάρια ότι ο καπετάνιος κοιμάται.
Η μάχη διαρκεί 4 ώρες κατά την πρώτη και δυσκολότατη φάση, αλλά συνεχίζεται με την ίδια ένταση καθώς εμφανίζονται στα γύρω υψώματα οι ενισχύσεις, φωνάζοντας ότι έρχεται ο Κολοκοτρώνης με εφτά χιλιάδες, για να εμψυχώσουν τους κλεισμένους στο Λεβίδι. Τη στιγμή αυτή το θέαμα της μάχης είναι μεγαλειώδες. Έξι χιλιάδες Τούρκοι πλημμυρίζουν το χωριό πολεμώντας 70 ήρωες, χίλιοι πεντακόσιοι περίπου Έλληνες κατεβαίνουν τρέχοντας από τα γύρω υψώματα και ορμούν ακάθεκτοι πάνω στους Τούρκους με πολεμικές ιαχές. Άλλοι διακόσιοι αγωνιστές πάνω από το Βουνό Ελληνίτσα μαζί με όσους αρχικά είχαν αποκοπεί στο δάσος αρχίζουν να πυροβολούν συγχρονισμένα και τότε, όπως λέει ο Φωτάκος, «το δάσος όλο άναψε από τα ντουφέκια». Η ατμόσφαιρα δονείται από τα πυρά, τις πολεμικές κραυγές, τον ήχο του σπαθιού, τα αφηνιασμένα άλογα. Η λαϊκή μούσα περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα με το στίχο «Τ’ είν’ το κακό που γίνεται στη μέση στο Λεβίδι; Μη να βουνά γκρεμίζουνται, μη να θεριά μαλώνουν;»
Οι Τούρκοι πανικοβάλλονται και υποχωρούν άτακτα κατά τον κάμπο, αλλά οι Έλληνες τους καταδιώκουν με μανία. Ενώ ο ήλιος δύει, ξεσπά απροσδόκητη βροχή και οι Τούρκοι γλυτώνουν από την καταδίωξη των Ελλήνων. Οι Τουρκικές απώλειες είναι βαρύτατες. Περίπου 300 νεκροί στο πεδίο της μάχης, και πάρα πολλοί τραυματίες από τους οποίους οι περισσότεροι πεθαίνουν αργότερα στην Τριπολιτσά όπου τους μεταφέρουν. Από τους Έλληνες, εκτός από το Στριφτόμπολα έπεσε και ο οπλαρχηγός Σωτήριος Σολμενίκος ή Ζαφειρόπουλος με άλλους 5-10 μαχητές.
Η σημασία της νίκης στο Λεβίδι είναι μεγάλη. Η νίκη αυτή έδωσε ζωή στην επανάσταση, γιατί όταν στο ξεκίνημα του αγώνα όλα κατέρρεαν και με την πρώτη μπαταριά οι Έλληνες σκορπίζονταν, το Λεβίδι στάθηκε όρθιο και πολέμησε συγκροτημένα και με αποφασιστικότητα. Ο συντριπτικός τρόπος με τον οποίο επετεύχθη η νίκη έδωσε θάρρος σ’ όλο τον αγωνιζόμενο Μοριά. Ο στρατευμένος λαός δοκίμασε βαθειά ικανοποίηση, στυλώθηκε, ξέπλυνε την ντροπή των προηγουμένων ατυχιών και με μεγαλύτερο θάρρος ρίχτηκε στη φωτιά του αγώνα. Η δημοτική μούσα έψαλε τη νίκη με ηρωικούς στίχους, με τους οποίους αποθανάτισε τα ονόματα των πρωταγωνιστών και των ηρώων. Παράλληλα, άρχισε να κλονίζεται το ηθικό των Τούρκων που είχαν κλεισθεί στην Τριπολιτσά.
.
(ΧΙΜ)