Δημητρίου Κουκουζή
Ο Διαμαντής από την Κερέσοβα το αποφάσισε:
«Θα πάω στο μύλο το σιτάρι για άλεσμα. Να δω και κανένα άνθρωπο, να κουβεντιάσω, να μάθω κανά νέο, μονολόγησε. Εδώ σιαπάνω με τα «πράματα» και τα χωράφια «μπαΐλντισα» έχασα την επαφή με τον κόσμο και κοντεύω να μουγκαθώ. Πάει πολύς καιρός από το τελευταίο πανηγύρι».
Και άρχισε να ετοιμάζεται. Βλέπετε ο άνθρωπος πάντοτε ήταν ζώο κοινωνικό είτε ζούσε στην Αρχαία Ελλάδα είτε σήμερα ζει στη Κερέσοβα και θέλει την συναναστροφή, θέλει την κουβέντα, με τους συνανθρώπους του. Ο μύλος του Μπούρα λοιπόν στο χωριό τότε ήταν τόπος συνάντησης και συναναστροφής. Ο Σερβαίος έσμιγε με τον Τσιπολαίο και τα λέγανε. Το ίδιο ο Κερεσοβίτης με το Λευκοχωρίτη. Τα αλέσματα πολλά. Οι δυο μυλόπετρες δούλευαν στο φουλ. Έφτασε ο Διαμαντής στο μύλο, είδε απόξω πολλά γαϊδουρομούλαρα σημάδι ότι ήταν πολλά τα αλέσματα μέσα.
Την εποχή εκείνη τον μυλωνά Νικόλα Παπαθεοδώρου βόηθαγε ο πατέρας του ο Παπαντώνης. Α!! θα κουβεντιάσω και με τον παπά, μονολόγησε χαρούμενος ο Διαμαντής όταν είδε τον Παπαντώνη. Είναι ευκαιρία να εξομολογηθώ κιόλας, σκέφθηκε με ικανοποίηση. Χαιρετήθηκε λοιπόν με τον Νικόλα καθώς τον βόηθαγε να ξεφορτώσει από το μουλάρι του τα σακιά με το σιτάρι. Αντάλλαξαν αρχικά έξω από το μύλο τις δύο-τρεις συνηθισμένες κουβέντες. Ο Διαμαντής όμως είχε ανυπομονησία να συνεχίσουν την κουβέντα. Με την ελπίδα αυτή μπήκε στο μύλο όπου πράγματι γινότανε... μύλος!
Οι δύο μυλόπετρες γυρίζανε συνέχεια με ένα θόρυβο χαρακτηριστικό, δυνατό και μονότονο. Το νερό από τα δύο βαγένια έπεφτε με θόρυβο στη φτερωτή και κάτω από τη «χούρχουρη» έβγαινε επίσης αφρισμένο με βουητό. Ο Νικόλας και ο Παπαντώνης δεν σταμάταγαν καθόλου: φόρτωναν το αλεύρι, ξεφόρτωναν τα πλευρά με το σιτάρι, ζύγιζαν, έκοβαν το αλεύρι, παρακολουθούσαν τις μυλόπετρες, γέμιζαν τα σακιά και επέβλεπαν την σκάφη, την ροή της, τα πάντα. Οι πελάτες πολλοί ανακατευόσαντε μέσα-όξω στο μύλο όπως οι μπαντανίες στη νεροτριβή!
Καθώς η βουή της μυλόπετρας ήταν δυνατή οι κουβέντες ήσαν ελάχιστες. Είχαν αντικατασταθεί με νοήματα. Με κουνήματα των χεριών και του κεφαλιού γινόσαντε οι συνεννοήσεις μεταξύ των μυλωνάδων και των πελατών. Επικρατούσε δηλ. η νοηματική γλώσσα. Ο Διαμαντής δειλά-δειλά ασπάσθηκε το χέρι του Παπαντώνη και με νοήματα επίσης του είπε ότι είναι καλά στην υγεία του, ότι έχει ένα φόρτωμα για άλεσμα και ότι έχει σειρά για άλεσμα μετά από τον Σκουρόγιαννη. Προσπάθησε κάτι να πει αλλά η φωνή του δεν ακουγότανε μέσα στο βουητό του μύλου. Άλλωστε ο Παπαντώνης και νάθελε κάτι να του πει δεν πρόφθανε αφού λόγω αλεσμάτων και «φόρτω-ξεφόρτω» δεν μπορούσε να ξαποστάσει ούτε στιγμή.
Ο Διαμαντής με αγωνία προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με κανέναν άλλο από τους πελάτες του μύλου. Μα και αυτό στάθηκε αδύνατο. Είπε να βγει έξω από το μύλο όπου η βουή είχε ξεκόψει. Αλλά και κει τα λόγια λίγα αφού μέσα στα «σταθμευμένα» γαϊδουρομούλαρα, που σταλίζανε κάτου από τον πλάτανο όσοι είχαν αλέσει βιάζονταν να γυρίσουν σπίτι τους μιας και είχαν μια-δυο ώρες δρόμο για να φθάσουν. Ξαναμπήκε ανήσυχος στο μύλο. Ο παπάς τον φίλεψε μια αγκωνή προσφορά και ο Διαμαντής λίγο τυρί από το σακούλι του. Προσφαΐσανε για λίγο μαζί. Προσπάθησε πάλι να μιλήσουνε, αλλά η κουβέντα πριν αρχίσει σταμάτησε γιατί ο παπάς βλέποντας το μουλάρι του Ντρουμέτσικα να θέλει βοήθεια στο ξεφόρτωμα στην είσοδο του μύλου έτρεξε να τον βοηθήσει. Έτσι μια ακόμη απόπειρα του Διαμαντή για κουβέντα απέτυχε. Απογοήτευση άρχισε να τον τριγυρίζει. Αμέσως όμως σκέφθηκε: Θα κουβεντιάσω με τον παπά έξω όταν θα είμαι έτοιμος για να φύγω. Θα αλέσω τελευταίος για νάχει χρόνο ελεύθερο και ο Παπαντώνης.
Μετά από ώρα λοιπόν ο Διαμαντής «ξάλεσε». Ο Παπαντώνης τον βοήθησε να φορτώσουν το αλεύρι στο γαϊδούρι του έξω από τον μύλο και ενώ τον χαιρετούσε και τον κατευόδωνε στο καλό άκουσε από τον Διαμαντή με παράπονο και αγωνία να του λέει:
Πια, δεν θα κουβεντιάσουμε παππούλη;
-Τι λες ευλογημένε μου, τον αποπήρε ο Παπαντώνης. Οι μυλόπετρες μέσα δουλεύουν, νέα αλέσματα έρχονται, το γαϊδούρι σου είναι φορτωμένο και συ τώρα εδώ διάλεξες να κουβεντιάσουμε; Έλα μια μέρα στο χωριό στο σπίτι μου να τα πούμε με την ησυχία μας.
- Παπούλη εγώ ήρθα εδώ να κουβεντιάσω με κανένα άνθρωπο. Αλεύρι είχα στο κασόνι. Δεν ήθελα να αλέσω.
- Καλά, χριστιανέ μου τον μύλο και τη βουή διάλεξες για κουβέντα;
- Τι να κάνω παπούλη έχω καιρό να δω κόσμο, «σιαπάνου» στη Κερέσοβα.
- Διαμαντή γεια σου άντε στο καλό. Δεν προφτάνω. Με φωνάζει ο Νικόλας του λέει βιαστικά ο παπάς.
- Τουλάχιστον παπούλη να σου πω κάτι σύντομο, που τόχω βάρος στη καρδιά μου.
- Τι θες πια χριστιανέ μου; Πέστο! του φώναξε ο παπούλης.
- Να παπούλη: προχθές πήγαινα με το γαϊδούρι στο χωράφι και έπαθα ένα επεισόδιο: μου «ξεσαμάρισε» το γαϊδούρι και πάνω στο θυμό μου είπα ένα «σιχτίρι!» Κάνει τώρα να ματαλάβω; ρώτησε με μεγάλη αγωνία ζωγραφισμένη στα αθώα μάτια του ο Διαμαντής.
- Τέκνο μου μη στενοχωριέσαι, τον καθησύχασε πατρικά και ήρεμα ο Παπαντώνης. Κάνει να ματαλάβεις. Νάσαι κιόλας συγχωρεμένος. Πήγαινε στο καλό και στην ευχή του Θεού. Πάντα τέτοια νάναι τα κρίματά σου! Ο Διαμαντής ανακουφίστηκε από τα λόγια του παπά και η όψη του φωτίστηκε. Ασπάστηκε το αλευρωμένο χέρι του πάλι και με ανάλαφρη καρδιά έφυγε ικανοποιημένος για την ανηφορική Κερέσοβα ξεκούραστος και ευτυχισμένος. Και ας μην κουβέντιασε πολύ.
.
(χιμ)