.
Από το ιδιωματικό γλωσσάρι της Γορτυνίας
Γράφει ο Αθ. Π. Στρίκος
Ακούμε λέξεις, ιδιαίτερα στα χωριά από μεγάλης ηλικίας άτομα, ολιγογράμματους ή και εντελώς αγράμματους, που μιλούν χωρίς την αγωνία του ʺγραμματισμένουʺ να το ειπούν σωστά, παλιότερα περισσότερες, όπως άχος (έχω άχος), αλλικοτάω, ούλος, γλέπω, μπάλιος, σμερδάκι, αρνάρι, λαλάγγια, ανθρωποπαρέσια, πικεργάρης κλπ, κλπ, τους παρεξηγούμε και σπεύδουμε να τους διορθώσουμε. Να τους ʺξεβλαχέψουμεʺ, όπως έλεγαν οι λογιώτατοι του τέλους του 19ου αιώνα, οι οποίοι δεν είχαν καταλάβει πως οι απλοί αυτοί άνθρωποι, οι γεωργοί, οι ποιμένες, οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν λέξεις της αρχαίας Ελληνικής ακόμα και Ομηρικές.
Το χειρότερο όμως τότε και τώρα είναι που δεν σκεφτόμαστε μήπως μέσα στο διάβα της Ελληνικής Ιστορίας και γλώσσας είναι και όπως το λένε οι απλοί αυτοί άνθρωποι που τους ακούς και μιλούν τόσο όμορφα ώστε κυριολεκτικά ζωγραφίζουν. Αφήνουν την ψυχή τους να εκφραστεί ελεύθερα όπως αισθάνονται κι εμείς τους τη φρενάρουμε ή την κατευθύνουμε φανατικά όπου η ανεπάρκειά μας και ο εγωισμός μας υπαγορεύουν.
Όμως αρκετά ως εισαγωγή. Ας έρθουμε σε μία μόνο τέτοια λέξη από τις εκατοντάδες και χιλιάδες της ιδιωματικής γλώσσας της επαρχίας Γορτυνίας και να την δούμε από κοντά. Πρόκειται για τη λέξη πέταυρο για την οποία στο ʺιδιωματικό γλωσσάρι του χωριού Σέρβου Γορτυνίαςʺ του Θ. Κ. Τρουπή - με πόσα δεν καταπιάστηκε ο άνθρωπος αυτός και τί θησαυρούς μας άφησε (περιοδικό ΜΟΡΙΑΣ Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 2003, τεύχος 67ο) διαβάζουμε:
πέταβρο (το) = σανίδα κατώτερης ποιότητας που πάνω της τοποθετούν τα χειροποίητα κεραμίδια στη στέγη.
Και από το γλωσσάρι ʺλεξιλόγιο του χωριούʺ που τιτλοφορεί το ΜΑ κεφάλαιο στο βιβλίο του ʺΑετορράχη Αρκαδίαςʺ ο Ιωάννης Νικολακόπουλος (τόμος β’ Λαογραφία) διαβάζουμε επίσης:
πέταβρα = λεπτά σανίδια στις στέγες για να στερεωθούν τα κεραμίδια.
Ακόμα ο Δημ. Κυρ. Κυριακόπουλος στο βιβλίο του ʺΤο Περδικονέρι Γορτυνίας και οι οικισμοί Γαλατάς, Μπουλιάρι, και Συριαμάκουʺ (τόμος α’ Αθήνα 2000) στο κεφάλαιο ʺΠνευματικός Βίοςʺ (Ι Λεξιλόγιο) λημματογραφεί τη λέξη ως πέταυρα = τα σανίδια που συγκρατούν τα κεραμίδια, με δίφθογγο.
Ομοίως ο Πάικος Αναστασόπουλος (από Βύζίκι) στο βιβλίο του ʺΧαϊδεύοντας τις λαβωματιέςʺ Αθήνα 2014 - Πίνακας λέξεων γράφει:
πέταυρα = ξύλα πελεκημένα με το χέρι, επίσης με δίφθογγο.
Συμπληρώνω εδώ ότι πέταυρα σε ορισμένα χωριά της Γορτυνίας έλεγαν ακόμα τα σανιδώματα (περσίδες) στα παράθυρα που φυσικά ήσαν ξύλινα, τη λεπτή σανίδα επένδυσης (κόντρα πλακέ), ακόμα και τη σανίδα (κατάστιχο) για την καταγραφή λογαριασμών και τέλος την ξυλογαϊδάρα που έπαιζαν τα παιδιά, επίσης ιδιωματική λέξη. Και ήταν η ξυλογαϊδάρα ξύλινη κατασκευή στο σύνολό της, όπως και η λέξη δηλώνει, κατά κανόνα Αποκριάτικη για διασκέδαση των νέων. Συνίστατο δε σε περιστρεφόμενο δοκάρι πάνω σε ξύλινο επίσης υποστήριγμα, ύψους 80 εκατ. περίπου. Στις άκρες του οριζόντιου δοκαριού ίππευαν δύο άτομα, ένα σε κάθε άκρη, ενώ ένα τρίτο παιδί έδιδε από το έδαφος την ώθηση της περιστροφής.
Στα παραπάνω βλέπουμε ότι οι δύο (2) πρώτοι συλλογείς γράφουν τη λέξη με βήτα και οι άλλοι δύο με δίφθογγο, το βήτα δε είναι καταφανώς λάθος αν ακολουθούμε την ιστορική ορθογραφία και τούτο διότι η λέξη πέταυρον ή πέτευρον είναι αρχαιοτάτη και γραφόταν με δίφθογγο. Και ήταν το πέταυρον η σανίδα που ανέβαιναν πάνω και κοιμώνταν (κούρνιαζαν) οι όρνιθες. Την αναφέρει δε ο Αριστοφάνης και ο Θεόκριτος που ασχολήθηκε με τα ποιμενικά.
Όμως στα αρχαία ελληνικά πέταυρον ήταν κάθε ξύλο, κοντάρι ή σανίδα. Και πιο πέρα ήταν για τους αρχαίους η σανίδα πάνω στην οποία έκαναν κυβιστήσεις οι σχοινοβάτες και οι θαυματοποιοί, σήμερα δε θα το λέγαμε σανίδα ή δοκό ισορροπίας πάνω στην οποία ισορροπούν και κάνουν τούμπες οι ακροβάτες και οι αθλητές στους Ολυμπιακούς και τους άλλους αγώνες.
Κι αν θέλαμε να πάμε και πιο πέρα ακόμα θα βλέπαμε ότι πέταυρα είναι τα ξύλα, μαδέρια ή καδρόνια που έφτιαχναν τις σκαλωσιές (ικριώματα, ικριόω το ρήμα) και γενικά τα σανιδώματα, καθώς και τα καθίσματα στα θεωρεία ή τα θέατρα τα οποία αρχικώς ήσαν ξύλινα και αργότερα αντικαταστάθηκαν με λίθινα. Τέλος ο Ησύχιος μας λέει ότι το πέταυρον ήταν και είδος παγίδος, προφανώς ξύλινη, σανιδένια.
Η δοκός ισορροπίας λοιπόν ως άθλημα κατά την αρχαιότητα μπορεί να μη συμπεριλαμβάνονταν στα Ολυμπιακά είναι όμως βέβαιον ότι υπήρχε ως αγώνισμα ή παιχνίδι, κάτι σαν τα θρησκευτικού χαρακτήρα ταυροκαθάψια της Μινωικής Κρήτης αρχικώς και αργότερα και άλλων Ελληνικών πόλεων της Θεσσαλίας και της Ιωνίας. (Κατ’ αυτά ο αθλητής πιάνοντας τα κέρατα του επιτιθεμένου Ταύρου εκτινασσόταν με άλμα πάνω από τη ράχη του και βρισκόταν πάλι στο έδαφος πίσω από τον ταύρο. Τη σκηνή την έχουμε σε αγγεία. Ως λέξη δε τα ταυροκαθάψια είναι ωραιοτάτη, από τις ταύρος + κατά + άπτω (αφή - ακουμπώ ). Ακόμα ήσαν κάτι ανάλογο μ’ αυτό που κάνουν οι καουμπόιδες της άγριας Δύσης, που πηδούν πάνω στ’ άλογα ενώ αυτά καλπάζουν. Και τα δύο τα βρίσκουμε σήμερα στον ʺπλάγιον ίππονʺ, ένα από τα Ολυμπιακά αθλήματα).
Και φυσικά η λέξη πέταυρον (πετώ + αύρα;) κατεβαίνει από το αρχαίο επίσης ρήμα πεταυρίζω που σημαίνει χορεύω πάνω στο πέταυρον, την σανίδα, κάνω ακροβατικά. Και ο αθλητής, ο ακροβάτης, ο εκτελών ασκήσεις γενικώς στο πέταυρον λεγόταν στα αρχαία πεταυριστής. Επειδή δε υπήρχε πιθανότητα ο ακροβάτης – σχοινοβάτης να πέσει από το πέταυρον στο κενό αφ’ ενός και εφ’ ετέρου επειδή το πέταυρον ήταν και είδος ξύλινης παγίδος όπως προανεφέρθη και υπήρχε περίπτωση να πέσει κάποιος στην παγίδα (καταπακτή) και να συλληφθή, τον όρο χρησιμοποιεί και η Εκκλησία που έχει για το βάραθρο και τον όλεθρο τη φράση ʺεἰς Ἅδου πέταυρονʺ. Τί ωραίες πραγματικά λέξεις το πέταυρον και ο πεταυριστής και πόσο θα κυριολεκτούσαμε αν οι αθλητές της δοκού ισορροπίας και πλαγίου ίππου ελέγονταν με μια λέξη πεταυριστές.
Κλείνω λέγοντας ότι η ιστορία, η πορεία του τόπου μας περνάει μέσα από τη γλώσσα και τη μορφή της, τις παροιμίες, τα τραγούδια της. Και πολύ σωστά ελέχθη ότι η ιστορία μιας λέξης μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την ιστορία μιας εκστρατείας και πως η γλώσσα είναι το έθιμον των εθίμων.
Προσωπικά ανοίγω συχνά το κασόνι της και αντί για λέξεις πιάνω χέρια ανθρώπων. Εκείνοι οι άνθρωποι δεν πέθαναν. Ζουν στις λέξεις όπως απήκω, βίκα, ζάγκλα, ζυριάζω, μηλιώρα, πιστρώνω, σκατζίκι, μπροστελίνα, χαβιά, μέγκλα, λόθρα, χάνια, πέταυρα και χιλιάδες άλλες. Κι όταν τις συναντώ διαισθάνομαι θησαυρό κι αρχίζω την έρευνα. Όχι σαν που κάνουμε έρευνα, αλλά σαν που πηγαίνουμε για προσκύνημα με πίστη βαθειά. Και τις περισσότερες φορές το θαύμα γίνεται. Και τότε είναι που αναφωνώ:
ʺΤαύτης τοι γενεῆς τ’ αἵματος εὔχομαι εἶναι.ʺ
(Απ’ αυτή τη γενιά και το αίμα καυχιέμαι πως είμαι),
όπως λέει ο Όμηρος.
.
(ΧΙΜ)