Apokries

 Ηλία  Θ. Χειμώνα (1945-2010)

 Οι Απόκριες αρχίζουν την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου (αρχή Τριωδίου) και διαρκούν τρεις εβδομάδες.

Προηγούνται της νηστείας της Μεγάλης Σαρακοστής. Επειδή συνδέονται χρονικά με το Πάσχα είναι περίοδος κινητή. 

Κάθε βράδυ σε κάποιο σπίτι της κάθε γειτονιάς στο χωριό μας, άρχιζε τραγούδι και χορός.

Η ονομασία προέρχεται από την τελευταία ημέρα που επιτρέπεται η κρεατοφαγία (από+κρέας), την Κυριακή των Απόκρεω.

Παλαιότερα τα γλέντια και οι γιορτασμοί τις Απόκριες ήταν πιο αυθόρμητα και αυτοσχέδια. Στο χωριό μας γιορτάζονταν με χορούς, τραγούδια, πειράγματα, μασκαρέματα, παιχνίδια από τα παιδιά και γενικά με πολύ κέφι. Στις εκδηλώσεις συμμετείχαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, μικροί και μεγάλοι.

Ένα τέτοιο τραγούδι ήταν:

«πως το τρίβουν το πιπέρι, καλογριές και καλογέροι!
Με τα χέρια τους το τρίβουν και το ψιλοκοσκινίζουν»
 
 
και συνέχιζε με τα διάφορα μέλη του σώματος: τα πόδια, τη μύτη, τον κώλο, το αυτί κλπ. Κάθε φορά όλοι έπρεπε να κάνουν ότι τρίβουν πιπέρι με το μέλος που έλεγε το τραγούδι. Φαντασθείτε λοιπόν όλους να κάθονται και να τρίβουν το πιπέρι με τον πισινό τους ή με τη μύτη τους ή το αυτί τους!.
 
 
«Μου, καλέ... μου... είπαν πως μ’ αγαπάει ένας γέρος.
Έλη μ’ Έλη μ’ τριαλαλό, θα τον αγαπώ και εγώ.
Μου, καλέ... μου... είπαν ο γέρος θα μεθάει.
Έλη μ’ Έλη μ’ τριαλαλό θα μεθάμε και οι δυό.
Μου, καλέ ...μου... είπαν ο γέρος θα με δέρνε.
Έλη μ’ Έλη μ’ τριαλαλό, θα τον δέρνω και εγώ».
 
 
Οι χοροί που χορεύανε ήταν αποκλειστικά ο τσάμικος και ο καλαματιανός ή συρτός. Όταν άναβε το κέφι μπορούσε να χορευτεί και ο χασάπικος. Ευρωπαϊκοί χοροί δεν χορεύονταν ποτέ. Όποιος πήγαινε μπροστά στο χορό είχε το δικαίωμα να διαλέξει το τραγούδι. Συνήθως άρχιζε να το τραγουδάει ο ίδιος και ακολουθούσαν και οι άλλοι. Μπορούσαν, παρά την κούραση της ημέρας, να χορεύουν και να τραγουδάνε ταυτόχρονα, χωρίς να λαχανιάζουν. Κάθε στροφή την έλεγαν πρώτα οι μισοί της παρέας, όσοι ήξεραν τα τραγούδι καλύτερα και την επαναλάμβαναν στη συνέχεια οι άλλοι μισοί. Έτσι αφ ενός ξεκουράζονταν όλοι και αφ’ ετέρου διευκολύνονταν να τραγουδάνε και εκείνοι που δεν ήξεραν το τραγούδι από πριν.Apokries

Σε λίγο έφταναν και οι μπούλες (φωτογραφία). Μπούλες λέγανε τους μεταμφιεσμένους. Σήμερα έχει επικρατήσει να αποκαλούμε τις μπούλες καρναβάλια, από την ιταλική λέξη carnevale, που σημαίνει ό,τι σημαίνει και η λέξη αποκριά, δηλαδή διακοπή της βρώσης κρέατος.

Στο χωριό δεν υπήρχαν έτοιμες στολές καρναβαλιών ούτε μάσκες, γι’ αυτό ο καθένας αυτοσχεδίαζε. Παλιά ρούχα, φορεμένα μερικές φορές ανάποδα για να μη γνωρίζονται και να φαίνονται πιο αστεία, φορέματα, γιούρτες, φουστανέλλες, μεσσήνες και ότι εύρισκε ο καθένας πρόσφορο, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Το πρόσωπο το κάλυπταν συνήθως με μια τσεμπέρα, ώστε να μη φαίνονται τα χαρακτηριστικά του. Η τσεμπέρα ήταν λεπτή και μπορούσαν μέσα από αυτή να βλέπουν χωρίς να χρειάζεται να κάνουν τρύπες για τα μάτια. Άλλες φορές μουντζούρωναν το πρόσωπο και έβαζαν ψεύτικα μουστάκια και γένια, καπέλο, γυαλιά ή ψεύτικες πλεξούδες, για να μη γνωρίζονται. Οι φιγούρες που προσποιούνταν ήταν ποικίλες, όπως και σήμερα, κλασικές όμως ήταν η αρκούδα και ο αρκουδιάρης, ο γέρος και η γριά ή η νύφη και ο γαμπρός.

Η αρκούδα γινόταν συνήθως με ένα ματαράτσι, μέσα στο οποίο έμπαιναν δύο άτομα (για να έχει η αρκούδα τέσσερα πόδια). Τα άτομα κρατούσαν στους ώμους τους δυο κοντά ξύλα, που έφτιαχναν την πλάτη της αρκούδας. Πρόσθεταν και ένα κεφάλι που το κρατούσε με ένα κρυμμένο ξύλο ο ένας από τα άτομα και στο οποίο είχαν προσαρμόσει δυο γουρουνοσαγονιές κατά τέτοιο τρόπο που να μπορούν να ανοιγοκλείνουν. Κρεμούσαν στο λαιμό της και ένα μεγάλο κουδούνι ή τροκάνι για να κάνει θόρυβο όταν χόρευε η αρκούδα και την έδεναν με ένα σκοινί που τραβούσε ο αρκουδιάρης. Ο αρκουδιάρης είχε και ένα ντέφι (μπορούσε να ήταν η βαρέλλα ή ένα σαγάνι) που το βαρούσε για να χορέψει η αρκούδας. Όταν αυτή αρνούνταν να χορέψει, της έριχνε και καμιά βιτσιά στην ράχη με τη βίτσα που είχα πάντοτε για να δαμάζει την αρκούδα, που μερικές φορές ήταν άτακτη και απειλούσε τα παιδιά.

Apokries_Servou

Απόκριες στο χωριό στη δεκαετία 1950-1960. Στη φωτογραφία από αριστερά Γ. Τρουπής (Γκράβαρης), Ντ. Παπαθωμόπουλος, Π. Τσαντίλης και Β. Αναστασόπουλος, ντυμένοι "Μπούλες", μπροστά από τα Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Οι μπούλες συνήθως δεν μιλούσαν, για να μη τους γνωρίσουν από τη φωνή, γι΄ αυτό συνεννοούνταν με νοήματα. Όσοι μπορούσαν άλλαζαν τη φωνή τους. Ο κόσμος τους καλοδεχόταν και τους κέρναγε κρασί, που συνήθως έπιναν μέσα από την τσεμπέρα. Αν όμως τους κέρναγαν γλυκό ή μεζέ, ήταν αναγκασμένοι να σηκώσουν λίγο την τσεμπέρα για να ελευθερώσουν το στόμα και τότε οι παρευρισκόμενοι προσπαθούσαν να τους αποκαλύψουν και να τους γνωρίσουν. Από την πλευρά τους οι μπούλες αμύνονταν και απειλούσαν με τη μαγκούρα που συνήθως είχαν και παράλληλα πείραζαν τον κόσμο. Προσπαθούσαν, όσοι ήταν ντυμένοι γέροι ή άνδρες, να φιλήσουν τα κορίτσια που έτρεχαν να ξεφύγουν, έβαζαν χέρι στις γυναίκες, αν τους δινόταν ευκαιρία και γενικά επιτρεπόταν να κάνουν χειρονομίες που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν άσεμνες και ανεπίτρεπτες (πχ να πιάνουν τους ψεύτικους μαστούς της «νύφης» κλπ). Η γριά, άλλες φορές φρονημάτιζε με τη μαγκούρα της τον άτακτο γέρο και άλλες συμμετείχε και αυτή στα πειράγματα. Όταν ήταν από τη ίδια γειτονιά οι μπούλες μπορούσαν να τις γνωρίσουν είτε από τα ρούχα, (που δεν ήταν και τόσο πολλά και ο κόσμος τα ήξερε), είτε από το ανάστημα, την περπατησιά, τις χειρονομίες ή και επειδή εύκολα μπορούσαν να καταλάβουν ποιοί λείπουν από το γλέντι, αφού συνήθως όλη η γειτονιά συμμετέχει στο χορό. Μπορούσαν όμως να είναι οι μπούλες από άλλη γειτονιά ή και από άλλο χωριό, οπότε ήταν δύσκολο να τους γνωρίσουν. Όπως και να ήταν, το κέφι ήταν τρελό, το χιούμορ πηγαίο και ο κόσμος διασκέδαζε με την καρδιά του. Αν ο καιρός το επέτρεπε, την νύχτα που όταν ήταν ξαστεριά ήταν φεγγαρόλουστη, άναβαν φωτιές έξω και το γλέντι γινόταν στην ύπαιθρο.

Τα Σάββατα ήταν αφιερωμένα στις ψυχές. Οι γυναίκες έφτιαχναν «σπειριά» με σιτάρι βρασμένο και τα πήγαιναν στην εκκλησία να λειτουργηθούν. Μετά πήγαιναν στο νεκροταφείο και άναβαν τα καντηλάκια στους πεθαμένους. Το βράδυ όμως το γλέντι γινόταν, όπως και τις άλλες βραδιές.

Την Κυριακή της Απόκρεω το βράδυ το τραπέζι ήταν γιορτινό και ο κόσμος έτρωγε κρέας. Την επόμενη εβδομάδα επιτρεπόταν τα γαλακτοκομικά, όχι όμως το κρέας, γι’ αυτό λέγεται Τυρινή. Την τελευταία Κυριακή οι νοικοκυρές έπλαθαν μακαρόνια. Το βράδυ τα έβραζαν σε μια μεγάλη κατσαρόλα και τα στράγγιζαν. Τα έβαζαν στα πιάτα κατά στρώματα εναλλάξ με μυτζήθρα και τα τσιγάριζαν με καυτό λίπος. Με αυτά ο κόσμος απόκρευε. Το δείπνο συμπληρωνόταν με αυγά που τα έψηναν στη φωτιά. Τα έβαζαν όρθια στη ζεστή στάχτη κοντά στη θράκα, στη σειρά, ένα για τον καθένα και κατά σειρά ηλικίας. Όποιου το αυγό ίδρωνε σήμαινε ότι αυτός ήταν τεμπέλης. Και όποιου το αυγό έσκαγε, σήμαινε ότι «σκάγαν οι εχθροί του». Τα τσόφλια από τα αυγά και τα απομεινάρια από τα μακαρόνια λέγαν ότι αν τα πέταγες στην αυλή του (κακού) γείτονα θα του πήγαινες τους ψύλλους του κατωγιού σου. Αν όμως σε πιάνανε δεν θα πέρναγες καλά, μπορούσαν να σε μουντζουρώσουν. Έθιμο που περισσότερο το έλεγαν και λιγότερο το έκαναν Εγώ δεν θυμάμαι ποτέ να πήγαμε τσόφλια σε άλλου την αυλή ούτε βρήκαμε στη δική μας ξένα τσόφλια. Ίσως να ήταν παλιότερο έθιμο και είχε ατονήσει στις ημέρες μας.

Την Καθαρά Δευτέρα το γλέντι και ο χορός συνεχιζόταν στο ύπαιθρο. Αργία, δεν είχε δουλειές και ο κόσμος μαζευόταν σε διάφορα σημεία που προσφέρονταν για χορό και «έσπαγε τα κούλουμα» Το φαγητό νηστίσιμο (δεν τρώγανε ούτε λάδι) αλλά το κέφι πολύ, μέχρι αργά το απόγευμα. Από την Τρίτη το πρωί η διασκέδαση τελείωνε. Άρχιζε η περίοδος της περισυλλογής και η αναμονή του Πάσχα.

Πότε άρχισε ο εορτασμός των Απόκρεω δεν είναι γνωστό, είναι όμως βέβαιο ότι γινόταν στο Βυζάντιο τον όγδοο αιώνα. Κατά μια άποψη είναι συνέχεια των αρχαίων Ανθεστηρίων, που ο κόσμος μασκαρευόταν και σατίριζε τους περαστικούς και τους άρχοντες (τους έψελνε τα εξ αμάξης)

Τα παιδιά την περίοδο της Αποκριάς έφτιαχναν την ξυλογαϊδάρα, για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλο άρθρο

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το Δημοτικό Σχολείο άρχισε να χτίζεται τον Αύγουστο του 1936. Επειδή τότε δεν πήγαινε αυτοκίνητο στου Σέρβου, τα τσιμέντα τα κουβάλησαν με μουλάρια από τα Λαγκάδια. Τις σιδερόβεργες όμως για την πλάκα, λόγω του μήκους τους και της φύσης του μονοπατιού δεν μπορούσαν να τις φορτώσουν στα ζώα και γι' αυτό τις κουβάλησαν οι Σερβαίοι στον ώμο από τα Λαγκάδια. Οι εργασίες σταμάτησαν λόγω του πολέμου και συνεχίστηκαν μετά το 1949. Οι αίθουσες του σχολείου άνοιξαν για τους μαθητές το 1954.